-
1 μετανιστημι
1) переводить, переселять, перемещать(εἰς ἄλλας πόλεις Polyb.)
2) переходить(ἐς χῶρόν τινα μεταναστῆναι Her.; παρά τινα Thuc.)
-
2 επικωμαζω
1) врываться шумной толпой, шумно вторгаться(ἐπί τινα Arph.; τινί Men.; εἰς τὰς ἂλλας πόλεις Plat.; ἐπὴ τέν οἰκίαν τινός Plut.)
2) pass. подвергаться оскорблениям(ἐ. καὴ παροινεῖσθαι Plut.)
См. также в других словарях:
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek